шагнуть - ορισμός. Τι είναι το шагнуть
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι шагнуть - ορισμός


шагнуть      
сов. неперех.
1) Сделать шаг, ступив ногой куда-л.
2) Однокр. к глаг.: шагать (2,3).
3) см. также шагать.
шагнуть      
ШАГН'УТЬ, шагну, шагнёшь. ·однокр. к шагать
. "Молча шагнул вперед, протянул мне длинную руку." М.Горький. "- Куда нам до таких воззрений! Ты слишком далеко шагнул." Некрасов.
Шагнуть не дают (не дадут) или нельзя (·разг.) - не дают (не дадут) никакой воли, свободы действий для чего-нибудь.
вышагнуть      
сов. неперех. разг.
Сделав шаг, выйти куда-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шагнуть
1. Граница, через которую нужно шагнуть - решиться шагнуть? заслужить приглашение?
2. А государство, видимо, решило шагнуть еще дальше.
3. Вам не хочется шагнуть в режиссуру, продюсерство?
4. Маша: - Дети очень осторожны, шаг боятся шагнуть.
5. - Когда почувствовали, что по силам шагнуть наверх?
Τι είναι шагнуть - ορισμός